- ασβεστοποιός
- ο обжигальщик извести
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασβεστάς — ο 1. ο ασβεστοποιός 2. αυτός που πουλά ασβέστη 3. ο ασπριτζής … Dictionary of Greek